- προσοχθισμός
- ὁ, Α [προσοχθίζω](κατά τον Ησύχ.) «πρόσκρουσις, δεινοπάθεια, πάθος γνώμης, συμπάθεια».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσοχθισμός — offence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)